μαινομένους

μαινομένους
μαίνομαι
rage
pres part mp masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεμαλισμένους — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «μεμαλαγμένους ἢ παραφρονοῡντας, μαινομένους» …   Dictionary of Greek

  • καταλυμαινομένους — καταλῡμαινομένους , καταλυμαίνομαι ruin utterly pres part mp masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυμαινομένους — κῡμαινομένους , κυμαίνω rise in waves pres part mp masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λυμαινομένους — λῡμαινομένους , λυμαίνομαι cleanse from dirt pres part mp masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”